- αιματοσυγγένεια
- ηη εξ αίματος συγγένεια μεταξύ ατόμων με κοινούς προγόνους.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συγγένεια — Είναι δεσμός κοινής καταγωγής με τον οποίο ο νόμος συνδέει ορισμένα δικαιώματα και υποχρεώσεις (A.K. 1463, 1464). Η σ. είναι «εξ αίματος» ή «εξ αγχιστείας»: η πρώτη έχει ως έρεισμα την κοινότητα του αίματος και μπορεί να είναι «κατευθείαν… … Dictionary of Greek